Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Λέρος-Κάλυμνος VIII

Κάποια στιγμή η τύχη μου χαμογέλασε. Μετά από μέτρα και μέτρα γυμνού βράχου είδα έναν αχινό! Μοναχικό, σε μερικά μέτρα βάθος, επιτέλους κάτι για να βάλω στο στόμα. Δεν είχε σημασία, αν αυτό που έχει γαστρονομική αξία για τον καθένα, είναι μόνο δυο κουταλιές. Δεν είχε σημασία, που το καλοκαίρι το πιθανότερο να μην είχαν τίποτα (αν στην Ελλάδα είναι απαγορευμένο να τους μαζεύεις εκτός της χειμερινής περιόδου, ήλπιζα ο δικαστής να ήξερε να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης). Δεν είχε σημασία, που στο μυθιστόρημα "Κidnapped!" ο David Balfour έπαθε δηλητηρίαση, όταν τους έφαγε. 'Hμουν πιο πεινασμένος κι από ένα μπαρακούντα, κι εκείνος ο αχινός θα το πλήρωνε.



Βούτηξα για να τον μαζέψω και, φυσικά, δεν μπόρεσα. Δε θα επιζούσαν από τα κύματα, αν δεν είχαν ένα καλό σύστημα για να γραπώνονται στο έδαφος, oύτε από τους αετονύχηδες αν δεν είχαν μια καλή επικάλυψη από αγκάθια. Αλλά η τύχη ήταν με το μέρος μου. Σε περίπου πέντε μέτρα βάθος διέκρινα τη μοναδική πέτρα εδώ και περισσότερο από μια ώρα. 'Ηταν μεγαλύτερη απ' ό,τι χρειαζόμουν, ένα-δυο κιλά, αλλά δεν είχε σημασία. Μ' αυτήν μπόρεσα να σπρώξω πλάγια τον αχινό και να τον ξεκολλήσω από το έδαφος. Ανέβηκα στην επιφάνεια με την πέτρα και τον αχινό στο κάθε χέρι. Βλέποντάς τον από κοντά, οι "ποδίσκοι" του ζώου ήταν λίγο αηδιαστικοί, αλλά στη μεγάλη πείνα δεν υπάρχει σκληρό ψωμί.

Και για να κορυφωθεί η καλή μου τύχη, κοντά στην ξηρά υπήρχε ένας βράχος που προεξήχε λίγο απ' το νερό, με μία σχισμή στο κέντρο για να στηρίξω τον αχινό και με άλλες τριγύρω, με το τέλειο βάθος για να σταθώ όρθιος. Ούτε να είχε γίνει επίτηδες. 'Ετσι μπορούσα να χτυπήσω τον αχινό με την πέτρα, να τον ανοίξω σαν να ήταν καρύδι και να φάω ό,τι θα έβρισκα μέσα. Φοβόμουν, ότι ούτε αυτό θα ήταν ευχάριστο θέαμα, αλλά το στομάχι δεν είχε πολλούς ενδοιασμούς εκείνη τη στιγμή. Σήκωσα την πέτρα υπολογίζοντας με πόση δύναμη έπρεπε να την χτυπήσω: ούτε υπερβολικά μαλακά για να σπάσω το μαύρο καβούκι, ούτε υπερβολικά δυνατά για να το λιώσω. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ήρθε ένα κύμα μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα και σκούπισε το βράχο όπου είχα τον αχινό, παίρνοντάς τον ποιός ξέρει πού.

Η καλή μου τύχη είχε τελειώσει απότομα. Πριν από 25 αιώνες θα είχα πιστέψει ότι ο Ποσειδώνας μου είχε βάλει το μέλι στα χείλη και μου το είχε αρπάξει για διασκέδαση. Δέχτηκα την κοροιδία του, άφησα την πέτρα να βουλιάξει και συνέχισα την πορεία μου.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Λέρος-Κάλυμνος VII

Παρ' όλο που στο σημείο που επέστρεψα στη θάλασσα μόλις που γινόταν αισθητό το ρεύμα, ο ρυθμός μου ήταν υπερβολικά αργός. Πρόχειρα, έπρεπε να πήγαινα με ένα χιλιόμετρο την ώρα. Η υπογλυκαιμία είχε κυριεύσει το σώμα μου και δεν μπορούσα να κάνω παραπάνω από μια ντουζίνα απλωτές συνεχόμενες. Υπό αυτές τις συνθήκες ο εγκέφαλος, ελλείψει  καυσίμων, έγινε εύκολη λεία των αμφιβολιών. Στην αρχή η διαδρομή που ακολουθούσα ήταν εύκολη: πορεία νοτιοανατολική παράλληλα με την ακτή. Κι αν ο Πάβελ στην πραγματικότητα είχε πάει στην άλλη πλευρά; Κι αν είχε κάνει μεταβολή κι είχε γυρίσει στη Λέρο; Κι αν συνέχιζε να κωπηλατεί τριάντα χιλιόμετρα μέχρι το νότιο άκρο της Καλύμνου; Κι αν είχε αναποδογυρίσει και βρισκόταν στον πάτο της θάλασσας; Αρκετές φορές έφτασα να κάνω προς τα πίσω μέρος του δρόμου που είχα διανύσει, πιστεύοντας ότι θα είχε επιλέξει τη δυτική ακτή. Mετά από μερικά μέτρα ξανάβλεπα καθαρά ότι άξιζε περισσότερο να συνεχίσω με το αρχικό σχέδιο, και γύριζα πίσω. Πήγαινα σαν κοτόπουλο χωρίς κεφάλι.



'Ολα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν είχα μπορέσει να γεμίσω το στομάχι, για να κατευνάσω την πείνα. Κάθε φορά που έβαζα το κεφάλι κάτω από το νερό, ερευνούσα σε αναζήτηση τροφής. Μάταια. Σ' εκείνη τη ζώνη υπήρχαν λίγα ψάρια και κανένα δεν επρόκειτο να κάτσει να παγιδευτεί με γυμνά χέρια. Ο βυθός ήταν σχηματισμένος από βράχια λεία (τι διαφορά σε σχέση με αυτά που υπήρχαν στην  ξηρά) πάνω στα οποία δεν μπορούσα να αρπάξω κανένα φύκι. Ούτε καν αχινοί, τόσο άφθονοι σε άλλα σημεία των Δωδεκανήσων, υπήρχαν εκεί. Το μόνο που υπήρχε κοντά ήταν σφουγγάρια, αλλά δεν τα φανταζόμουν να μασιούνται και πολύ.

Yπό αυτές τις συνθήκες, πέρασα πάνω από τη γραμμή του ηλεκτρικού ρεύματος που ενώνει τα νησιά μέχρι τη Ρόδο. Στην ξηρά πηγαίνει πάνω σε ξύλινες κολώνες, ενώ στο νερό πηγαίνουν τα τρία καλώδια στο βυθό. Μου είχαν εξηγήσει ότι, αν έμπαινα στην Κάλυμνο από το βόρειο άκρο, έπρεπε να τα καταφέρω να βρω τις κολώνες. Από κει έπρεπε να τις ακολουθήσω και έτσι θα έφτανα μέχρι τους πρώτους δρόμους και τις κατοικημένες περιοχές. Κρίμα που, για να ακολουθήσω αυτή τη συμβουλή, χρειαζόμουν παπούτσια και δεν είχα ιδέα πού βρίσκονταν τα δικά μου. Κοίταξα τις κολώνες να ανεβαίνουν στις πλαγιές, τα καλώδια να φιδογυρίζουν στο βάθος και συνέχισα τη μικρή μου οδύσσεια.