Θέλησα να βγω απ' το νερό πριν να φορέσω τις σαγιονάρες. Ο ηφαιστειακός βράχος, εκτός από το ότι ήταν γεμάτος από αχινούς, σ' εκείνο το σημείο ήταν αρκετά τραχύς. Aνάμεσα στο ανώμαλο έδαφος και τη συνηθισμένη απώλεια ισορροπίας μετά από αρκετές ώρες γυρίζοντας συνεχώς το κεφάλι, τρίκλισα. Προσπάθησα να κατεβάσω το κέντρο βάρους ενώ έκανα βήματα προς τα πίσω, με το φόβο μήπως πατήσω κάποιον αχινό ή χτυπήσω σε κάποια βραχώδη προεξοχή. Η τύχη μου χαμογέλασε... μέχρι το τελευταίο βήμα, στο οποίο το δεξί πόδι χτύπησε επώδυνα κάτι. Έβαλα το κεφάλι κάτω από το νερό, για να ανακαλύψω στο βυθό έναν αχινό με τα υπόλοιπα των αγκαθιών του να πλέουν γύρω του. Η σκέψη ότι αυτός είχε πάθει χειρότερα, μού ανακούφισε μέρος του πόνου και ξέχασα το θέμα.
Ενώ μου παρέδιδε τον εξοπλισμό, κρατώντας τη βάρκα σε μικρή απόσταση από τα βράχια, ο Μιχάλης ακόμη επέμενε (γιατί ήδη μου το είχε προτείνει και πιο πριν) να τον περιμένω, μέχρι να γυρίσει να με πάρει με το αυτοκίνητο ή τη μηχανή του, αφού θα άφηνε το σκάφος στο λιμάνι. Δεν καταλάβαινε ότι ήθελα να κουραστώ περπατώντας τη Λέρο (λες και αντίθετα το ότι κουράστηκα κολυμπώντας από τους Λειψούς ήταν κατανοητό). Του επανέλαβα, ότι αν ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να μην κουραστώ, θα πήγαινα πάνω στη βάρκα αντί να κολυμπάω στο πλάι της. Τον ευχαρίστησα ξανά για τη βοήθειά του, και τελικά έφυγε ολοταχώς. Το βράδι ξανασυναντηθήκαμε και μου εξήγησε ότι ένας γείτονας είχε πεθάνει και έπρεπε να πάει να δώσει τα συλληπητήριά του πριν από κάποια ώρα, και γι' αυτό έφυγε τόσο γρήγορα.
'Εμεινα πάνω στα βράχια, για να στεγνώσω και να ντυθώ με πολύ ηρεμία, πριν να προχωρήσω τελικά σ' εκείνο το δρόμο, που τόση ώρα κοιτούσα από το νερό. 'Οταν φόρεσα τα παπούτσια, συνειδητοποίησα ότι ο πόνος από την κλωτσιά στον αχινό είχε αυξηθεί αντί να ελαττωθεί. Κοίταξα το πόδι και βρήκα μισή ντουζίνα αγκάθια καρφωμένα στο πέλμα, κοντά στο μικρό δάχτυλο. Κατάφερα να βγάλω ένα, αλλά, καθώς με τα υπόλοιπα δεν υπήρχε τρόπος, ξεκίνησα το δρόμο με τα πόδια μέχρι το Λακκί, το κύριο λιμάνι της Λέρου. Θα έπρεπε να συνυπάρξω με τα αγκάθια το υπόλοιπο του ταξιδιού. Σχεδόν όλα με συνόδευσαν μέχρι τη Ρόδο.
Ενώ μου παρέδιδε τον εξοπλισμό, κρατώντας τη βάρκα σε μικρή απόσταση από τα βράχια, ο Μιχάλης ακόμη επέμενε (γιατί ήδη μου το είχε προτείνει και πιο πριν) να τον περιμένω, μέχρι να γυρίσει να με πάρει με το αυτοκίνητο ή τη μηχανή του, αφού θα άφηνε το σκάφος στο λιμάνι. Δεν καταλάβαινε ότι ήθελα να κουραστώ περπατώντας τη Λέρο (λες και αντίθετα το ότι κουράστηκα κολυμπώντας από τους Λειψούς ήταν κατανοητό). Του επανέλαβα, ότι αν ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να μην κουραστώ, θα πήγαινα πάνω στη βάρκα αντί να κολυμπάω στο πλάι της. Τον ευχαρίστησα ξανά για τη βοήθειά του, και τελικά έφυγε ολοταχώς. Το βράδι ξανασυναντηθήκαμε και μου εξήγησε ότι ένας γείτονας είχε πεθάνει και έπρεπε να πάει να δώσει τα συλληπητήριά του πριν από κάποια ώρα, και γι' αυτό έφυγε τόσο γρήγορα.
'Εμεινα πάνω στα βράχια, για να στεγνώσω και να ντυθώ με πολύ ηρεμία, πριν να προχωρήσω τελικά σ' εκείνο το δρόμο, που τόση ώρα κοιτούσα από το νερό. 'Οταν φόρεσα τα παπούτσια, συνειδητοποίησα ότι ο πόνος από την κλωτσιά στον αχινό είχε αυξηθεί αντί να ελαττωθεί. Κοίταξα το πόδι και βρήκα μισή ντουζίνα αγκάθια καρφωμένα στο πέλμα, κοντά στο μικρό δάχτυλο. Κατάφερα να βγάλω ένα, αλλά, καθώς με τα υπόλοιπα δεν υπήρχε τρόπος, ξεκίνησα το δρόμο με τα πόδια μέχρι το Λακκί, το κύριο λιμάνι της Λέρου. Θα έπρεπε να συνυπάρξω με τα αγκάθια το υπόλοιπο του ταξιδιού. Σχεδόν όλα με συνόδευσαν μέχρι τη Ρόδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ώστε να απορρίπεται το spam, τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν από τη δημοσίευση τους.